- αρρητουργός
- ἀρρητουργός, ο (AM)αυτός που κάνει ακατονόμαστες πράξεις, ο αισχρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρητος + -ουργός < έργον).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άρρητος — η, ο (AM ἄρρητος, ον) ο ανέκφραστος, ο απερίγραπτος νεοελλ. άρρητα ανοησίες, κουταμάρες (φρ., «άρρατα μάραθα», «άρρατ αθέμιτα», «άρρατα θέματα», «άρρατα ρήματα») αρχ. 1. αυτός που δεν επιτρέπεται να λεχθεί, ο μυστικός 2. ο απερίγραπτος, ο φριχτός … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
αρρητουργία — ἀρρητουργία, η [αρρητουργός] 1. η ακατονόμαστη πράξη 2. η τέλεση παγανιστικών μυστηρίων … Dictionary of Greek
αρρητουργώ — ἀρρητουργῶ ( έω) (Μ) [αρρητουργός] κάνω ακατονόμαστες πράξεις … Dictionary of Greek